210-8252765
·
info@kitoulaw.gr, kitoulaw@gmail.com
·
Τρίτη - Τετάρτη - Πέμπτη 10:00πμ -17:00μμ
Επικοινωνία

Το Δικαίωμα Απεργίας Σύμφωνα με τις Διατάξεις του Ν. 4808/2021 (Νόμος Χατζηδάκη)

Η απεργία αποτελεί το κύριο μέσο έκφρασης του δικαιώματος της συνδικαλιστικής ελευθερίας και το κύριο μέσο άσκησης πίεσης των εργαζομένων που βρίσκονται υπό καθεστώς εξηρτημένης εργασίας κατά των εργοδοτών τους και κατά του κράτους στην περίπτωση που το τελευταίο λειτουργεί ως εργοδότης.
Το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας κατοχυρώνεται τόσο στο άρθρο 23 του Συντάγματος όσο και στο άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Με τις διατάξεις των αρ 91-95 του Ν. 4808/2021 και σύμφωνα με την με αρ. πρωτ. 62587/26.08.2021 εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων δόθηκαν διευκρινίσεις αναφορικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να ασκείται νόμιμα το δικαίωμα της απεργίας τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα αλλά και στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας. Με τα προαναφερθέντα άρθρα (91-95) τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του ν. 1264/1982 (Α΄ 79) και του ν. 2224/1994 (Α΄ 112), σχετικά με τη νόμιμη άσκηση του απεργιακού δικαιώματος και μεταρρυθμίστηκαν τα θέματα που αφορούν:
i) στην υποχρέωση γνωστοποίησης απεργίας και στάσεων εργασίας (Άρθρο 91), σε συνάρτηση με το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών (Άρθρο 92),
ii) στην υποχρέωση διεξαγωγής Δημόσιου Διαλόγου, στο δημόσιο, τους ΟΤΑ, τα ν.π.δ.δ., καθώς και στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας (Άρθρο 94),
iii) στην υποχρέωση παροχής Προσωπικού Ασφαλείας και Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας (Άρθρο 95) και

iv) στην υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος στην εργασία για τους εργαζόμενους που δεν απεργούν (Άρθρο 93).

Επομένως, οι προϋποθέσεις κήρυξης απεργίας υπό το πρίσμα του Ν. 4808/2021 έχουν διαμορφωθεί ως εξής:

i) Υποχρέωση Γνωστοποίησης Απεργίας και Στάσεων Εργασίας
Ειδικά για τις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, κήρυξη απεργίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν περάσουν τέσσερις (4) πλήρεις ημέρες από την γνωστοποίηση των αιτημάτων και των λόγων που τα θεμελιώνουν, με έγγραφο που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή τους εργοδότες, στο Υπουργείο το οποίο ασκεί τη σχετική εποπτεία και στο Υπουργείο Εργασίας. Επίσης, ορίζεται ότι η απεργία δεν μπορεί να αφορά αιτήματα διάφορα από εκείνα που γνωστοποιήθηκαν.

ii) Υποχρέωση Διεξαγωγής Δημόσιου Διαλόγου
Καθίσταται πλέον υποχρεωτική η διαδικασία διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου ενώπιον του Ο.ΜΕ.Δ (Οργανισμός Μεσολάβησης & Διαιτησίας) και για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα Ν.Π.Δ.Δ., εκτός από τους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, της παρ. 2 του άρθρου 19, που ίσχυε και πριν την τροποποίηση της διάταξης.

Ειδικότερα, οι αρμόδιες συνδικαλιστικές οργανώσεις που κηρύσσουν την απεργία (ή την ολιγόωρη στάση εργασίας), υποχρεούνται πριν την πραγματοποίησή της να καταθέσουν ενώπιον του Ο.ΜΕ.Δ αίτηση διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου για τα αιτήματα της απεργίας. Την ανωτέρω αίτηση μαζί με κατάλληλη πρόσκληση σε συνάντηση ανάδειξης μεσολαβητή στον τόπο, ημέρα και ώρα που ορίζει ο Ο.ΜΕ.Δ., οφείλουν να μεριμνήσουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ώστε να επιδοθούν με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή τους εργοδότες και στα αρμόδια Υπουργεία. Η επίδοση πρέπει να γίνει το αργότερο συγχρόνως με τις επιδόσεις γνωστοποίησης των αιτημάτων κήρυξης της απεργίας ή της στάσης εργασίας.
Όσο διαρκεί ο δημόσιος διάλογος, η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας αναστέλλεται στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 1264/1982 και απαγορεύεται η άσκηση αγωγής ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων για θέματα σχετικά με την συγκεκριμένη απεργία (άρθρο 3 § 4 ν. 2224/1994).

iii) Υποχρέωση Διάθεσης Προσωπικού Ασφαλείας και Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας
Προβλέπεται ακόμη ότι οποιαδήποτε συνδικαλιστική οργάνωση κηρύσσει απεργία, έχει υποχρέωση να διαθέτει κατά τη διάρκειά της το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων (Προσωπικό Ασφαλείας).
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 21, εισάγεται η έννοια του Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας και ορίζεται ότι πρέπει να διατίθεται στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας της παρ. 2 του άρθρου 19, πέραν του Προσωπικού Ασφαλείας, για την αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας.
Ειδικότερα, οι στοιχειώδεις ανάγκες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, το ποσοστό του Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας που θα συμφωνηθεί, δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ως άνω οριζόμενου.

Εντούτοις, με κοινή απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, στον οποίο υπάγεται ο φορέας ή ο κλάδος δραστηριότητας, που εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας των μερών ή έγγραφης εισήγησης οιουδήποτε κοινωνικού εταίρου ή φορέα έχει έννομο συμφέρον – ο οποίος τεκμηριώνει μικρότερη ανάγκη λειτουργίας – δύναται να περιορισθεί το ανωτέρω ποσοστό των στοιχειωδών αναγκών.
Η συνδικαλιστική οργάνωση που κήρυξε την απεργία γνωστοποιεί εγγράφως στον εργοδότη, με έγγραφο που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή πριν από την έναρξη της απεργίας, τα ονόματα των εργαζομένων που θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως Προσωπικό Ασφαλείας και, αν απαιτείται, ως Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας. Επίσης, με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης, το διατιθέμενο προσωπικό, όπως ορίσθηκε και στις δύο περιπτώσεις, παρέχει τις υπηρεσίες του υπό τις οδηγίες του εργοδότη, προς εκπλήρωση των σκοπών για τους οποίους διατίθεται (άρθρο 21 §3 ν. 1264/1982).

Το προσωπικό των παραγράφων 1 και 2, καθορίζεται με ειδική συμφωνία μεταξύ της πιο αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και του εργοδότη, κατά τον τρόπο που ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 1264/1982. Περαιτέρω, στις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 1264/1982, πέραν του προσωπικού της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 1264/1982, με την ίδια συμφωνία είναι δυνατό να καθορίζονται οι συγκεκριμένες ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, τις οποίες πρέπει να καλύπτει ο εργοδότης σε περίπτωση απεργίας, όπως και οι συνέπειες από την παραβίαση της συμφωνίας. Κριτήρια για τα θέματα αυτά αποτελούν το είδος και η κοινωνική κρισιμότητα των υπηρεσιών και αγαθών που παρέχει η επιχείρηση, καθώς και η ανάγκη διασφάλισης της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας, πάντοτε εντός του πλαισίου που καθορίζει η παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 1264/1982, και ιδίως το τελευταίο εδάφιο αυτής.
Εν ολίγοις, δεν επιτρέπεται η κήρυξη απεργίας χωρίς να έχει προηγουμένως καθοριστεί το Προσωπικό Ασφαλείας και, όπου απαιτείται, το Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, ή χωρίς να τεθεί πραγματικά στη διάθεση του εργοδότη το συγκεκριμένο προσωπικό με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία, το οποίο υπόκειται στο διευθυντικό του δικαίωμα (άρθρο 21 §10 ν. 1264/1982).

iv) Υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος στην εργασία
Eισάγεται νέα υποχρέωση για όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που κηρύσσουν απεργία, σε σχέση με τους εργαζόμενους που δεν συμμετέχουν στην απεργία, σύμφωνα με την οποία η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει απεργία υποχρεούται να προστατεύει το δικαίωμα των εργαζομένων, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην απεργία, ώστε να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους και να παρέχουν αυτήν χωρίς εμπόδιο και ιδίως χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους από οποιονδήποτε (άρθρο 93 §1 ν. 4808/2021).
Εάν παραβιαστεί η ανωτέρω υποχρέωση, η απεργία μπορεί να διακοπεί με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, όπως προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 1264/1982. Στην περίπτωση αυτή, για την κήρυξη νέας απεργίας απαιτείται η τήρηση όλων των διατυπώσεων του άρθρου 20 του ν. 1264/1982 και της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 19 ή της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 1264/1982, κατά περίπτωση (άρθρο 93 §2 ν. 4808/2021).

*********

Συνεπώς, το δικαστήριο εξετάζει την νομιμότητα μιας απεργίας λαμβάνοντας υπόψη του:
i) αν τηρήθηκαν οι τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος (υποχρέωση γνωστοποίησης απεργίας και στάσεων εργασίας, διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου, διάθεση Προσωπικού Ασφαλείας και Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας και προστασία του δικαιώματος στην εργασία),
ii) αν τα αιτήματα ξεπερνούν τα όρια των εργατικών διεκδικήσεων και υπεισέρχονται σε θέματα επιχειρηματικής διαχείρισης της πολιτικής που ακολουθεί η εταιρεία και τέλος,
iii) αν η απεργία ασκείται καταχρηστικά.

Η νομολογία έχει κρίνει την πλειοψηφία των πρόσφατων απεργιακών κινητοποιήσεων ως παράνομη, ήτοι ότι δεν έχει τηρηθεί μία εκ των τυπικών προϋποθέσεων νόμιμης άσκησής της. Συνήθως δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση έγκαιρης γνωστοποίησης με αποστολή εξωδίκου μέσω δικαστικού επιμελητή (παλαιότερα αρκούσε και απλή γνωστοποίηση μέσω email) ή η κατάρτιση λίστας του προσωπικού ασφαλείας ή δεν μπορεί να επιτευχθεί η ειδική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και συνδικάτων για την υποβολή στοιχείων του προσωπικού ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας. Αναφορικά με το τελευταίο, επισημαίνεται ότι οι υπηρεσιακές ανάγκες μιας εταιρείας καθορίζονται από τον εργοδότη και απαιτείται η συμμετοχή περισσότερων εκ των μισών εργαζομένων. Ειδικά για τις υπηρεσίες δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που είναι γνωστό ότι λειτουργούν υποστελεχωμένες, γίνεται αντιληπτό ότι με τις διατάξεις του Ν. 4808/2021 όχι μόνο δεν διευκολύνεται η άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος στην απεργία αλλά αντιθέτως, καταστρατηγείται επί της ουσίας του.